Περίπου μία στις 70 γυναίκες κατά τη διάρκεια της ζωή της θα νοσήσει από καρκίνο της ωοθήκης με τη πλειοψηφία αυτών να είναι ήδη στην εμμηνόπαυση. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως παρατηρείται αύξηση των περιπτώσεων και σε νεότερες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Η αιτία του καρκίνου της ωοθήκης είναι πολυπαραγοντική με βιολογικούς και γενετικούς παράγοντες να παίζουν τον καθοριστικό ρόλο. Παράλληλα, η πρώιμη έναρξη περιόδου, η καθυστερημένη εμμηνόπαυση, η ατοκία αλλά και ο συχνός εμμηνορρυσιακός κύκλος αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες κινδύνου.
Αν και σπανιότερος συγκριτικά με άλλες γυναικολογικές κακοήθειες έχει συνήθως βιολογικά επιθετικότερη "συμπεριφορά". Παράλληλα λόγω των γενικών, ασαφών και συχνά "σιωπηλών" συμπτωμάτων που προκαλεί, η διάγνωσή του γίνεται συνήθως σε προχωρημένο ήδη στάδιο. Έτσι περίπου το 70% των περιπτώσεων θα διαγνωσθεί στο στάδιο 3 (από σύνολο τεσσάρων), γεγονός που θέτει θεραπευτικές και χειρουργικές προκλήσεις τόσο για τη γυναίκα όσο και για την ογκολογική ομάδα.
Λόγω των σιωπηλών και γενικών συμπτωμάτων που προκαλεί ακόμα και σε προχωρημένο στάδιο, όπως αναφέραμε, ο καρκίνος της ωοθήκης, η πρόληψη ή έγκαιρη διάγνωση του είναι υψίστης αξίας. Μέχρι σήμερα, η τρέχουσα θέση της ογκολογικής κοινότητας διεθνώς είναι ότι δυστυχώς ΔΕΝ υπάρχει ακόμα αποτελεσματική μέθοδος ελέγχου του πληθυσμού για την πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και άρα ουσιαστική μείωση της θνησιμότητας από τον καρκίνο της ωοθήκης π.χ. με τακτικό διακολπικό υπερηχογράφημα ή δείκτης αίματος Ca-125 (όπως ανάλογα είναι η μαστογραφία ή το τεστ PAP). Όμως, πρόσφατες μελέτες φαίνεται να διαφωνούν με αυτή την παγιωμένη αντίληψη. Συγκεκριμένα τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης "United Kingdom Collaborative Trial of Ovarian Cancer Screening (UKCTOCS)" είναι ενθαρρυντικά. Σε σύνολο 202,638 γυναικών στην εμμηνόπαυση που παρακολουθήθηκαν έως και 10 έτη από την αρχική εγγραφή τους στη μελέτη με Ca-125 και /ή διακολπικό υπερηχογράφημα ετησίως διαφαίνεται στα προκαταρκτικά αποτελέσματα ότι οι παραπάνω μέθοδοι μάλλον οδηγούν σε πρωιμότερη διάγνωση και άρα επιτυχέστερη θεραπεία στις γυναίκες που διαγνώσθηκαν με καρκίνο ωοθήκης. Τα τελικά αποτελέσματα της μελέτης θα ανακοινωθούν στα τέλη του 2014 και αρχές του 2015 και αναμένονται με τεράστιο παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Η θεραπεία του καρκίνου της ωοθήκης είναι πρωτίστως χειρουργική. Σε αρχικότερα στάδια η επέμβαση εκλογής είναι η ονομαζόμενη πρωτογενής χειρουργική σταδιοποίηση. Σε εμφανώς πιο προχωρημένο στάδιο όπου υπάρχει εκτεταμένη νόσος μέσα στην κοιλιά με πολλαπλές μάζες όγκου τότε η επέμβαση ονομάζεται ογκομείωση και περιλαμβάνει την αφαίρεση ιδανικά κάθε όγκου. Συχνά για να επιτευχθεί αυτό μπορεί να επιβάλλεται η αφαίρεση τμήματος του λεπτού ή του παχέος εντέρου ή του ήπατος ή του στομάχου ή του σπλήνα και δυνητικά οποιουδήποτε τμήματος οργάνου της κοιλιάς έχει εμφανή νόσο. Την πρωτογενή χειρουργική θεραπεία σχεδόν πάντα ακολουθούν συμπληρωματικές χημειοθεραπείες (3 έως 6 κύκλοι αναλόγως σταδίου). Σε κάποιες περιπτώσεις, η χημειοθεραπεία προηγείται της χειρουργικής επέμβασης και συνεχίζεται και μετά το τέλος αυτής.
Η πρόγνωση του καρκίνου της ωοθήκης εξαρτάται άμεσα από το χειρουργικό στάδιο της νόσου. Έτσι στο πρώτο και δεύτερο στάδιο η πλειοψηφία των ασθενών επιτυγχάνουν την πλήρη ίαση της νόσου. Τα ποσοστά πλήρους ίασης μειώνονται στο τρίτο και τέταρτο στάδιο της νόσου αλλά είναι βελτιωμένα σε σχέση με παλαιότερες δεκαετίες.
Πιο σπάνιες μορφές γυναικολογικών κακοηθειών, όπως ο Καρκίνος του Αιδοίου ή του Κόλπου.
Τουλάχιστον το 75% ανδρών και γυναικών θα μολυνθούν σε κάποια περίοδο της ζωής τους, από τον ιό HPV.
Μία στις 2 γυναίκες μετά την ηλικία των 40 θα εμφανίσει ινομυώματα στα τοιχώματος της μήτρας.